μουσουλμανίζω

μουσουλμανίζω
μουσουλμανίζω (Μ) [μουσουλμάνος]
1. ασπάζομαι τον μωαμεθανισμό, γίνομαι μουσουλμάνος
2. κάνω κάποιον οπαδό τού μουσουλμανισμού, εξισλαμίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”